συγχρονισμός

συγχρονισμός
ο
1) модернизация; осовременивание; 2) синхронность, одновременность; синхронизм (спец.);

συγχρονισμός ενεργειών — синхронность действий;

συγχρονισμός μηχανών — синхронность работы механизмов


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συγχρονισμός" в других словарях:

  • συγχρονισμός — ο, ΝΑ [συγχρονίζω] σύμπτωση ενεργειών ή συμβάντων ως προς τον χρόνο, χρονικός συντονισμός («συγχρονισμός κινήσεων») νεοελλ. 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σύμφωνο προς τις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονισμός 2. (ραδιοτεχν.) η ρύθμιση μιας… …   Dictionary of Greek

  • συγχρονισμός — ο 1. χρονική σύμπτωση: Συγχρονισμός των ρολογιών. 2. εκμοντερνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωοοικολογία — Συνοπτική ονομασία των γενικών αρχών που κυβερνούν το περιβάλλον και ειδικότερα των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζωικό βασίλειο. Άλλωστε, τα ζώα αντιπροσωπεύονται από περισσότερα από ένα εκατομμύριο είδη, ενώ τα φυτά… …   Dictionary of Greek

  • sincronismo — (Del gr. synkhronismos.) ► sustantivo masculino Circunstancia de producirse dos o más cosas al mismo tiempo. SINÓNIMO sincronía * * * sincronismo (del gr. «synchronismós») m. Cualidad de sincrónico. ⊚ Circunstancia de ocurrir, moverse, etc., dos… …   Enciclopedia Universal

  • ασυγχρονισμός — ο η έλλειψη συγχρονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συγχρονισμός (πρβλ. αγγλ. asynchronism] …   Dictionary of Greek

  • ισοχρονισμός — ο [ισόχρονος] 1. το να γίνεται κάτι κατά ίσα χρονικά διαστήματα 2. ο συγχρονισμός, το να γίνεται κάτι την ίδια χρονική στιγμή …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • συγχρόνιση — η, Ν [συγχρονίζω] συγχρονισμός …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • βιορυθμοί — Η προσαρμογή (συγχρονισμός) ορισμένων ζωτικών φυσιολογικών λειτουργιών των οργανισμών στις περιοδικές μεταβολές παραγόντων του περιβάλλοντος (φως, θερμοκρασία, παλίρροιες, σεληνιακός κύκλος κλπ.). Με την προσαρμογή αυτή οι οργανισμοί καταφέρνουν… …   Dictionary of Greek

  • διατοίχιση — Κίνηση ταλάντωσης ενός πλωτού μέσου γύρω από τον διαμήκη κεντροβαρικό άξονά του, η οποία γίνεται με διαδοχική ανύψωση και καταβύθιση των πλευρών ως προς την κανονική θέση τους. Ονομάζεται και μπότζι. Στα πλοία η δ. οφείλεται στην εναλλαγή μεταξύ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»